Μάτια γεμάτα βαμβάκι
φερέοικος -η -ο
-που κουβαλάει το σπίτι του, ο περιπλανώμενος
-που έχει κέλυφος ή καβούκι, ιδίως για το σαλιγκάρι *
Ησίοδος, Έργα και Ημέρες
The extinct animals are still looking for home
Their eyes full of cotton
Now they will
Never arrive
The stars are like that.
W.S. Mervin (In Autumn) από τη Συλλογή «Migration: New and Selected Poems»
Κάποια από αυτές τις ημέρες, υπόσχομαι ότι θα απαλλαγώ από όλες μου τις βαρειές αποσκευές που φέρουν τη μορφή προσδοκιών και ελπίδων και θα βαδίσω το υπόλοιπο της διαδρομής με ελεύθερα μέλη.
Geraldine Jewsbury
Θραύσματα βιωμένης ή αφηγημένης μνήμης ζωγραφισμένα και κατασκευασμένα με εξαιρετική δεξιότητα και συγκινητική ενδελέχεια συναθροίζουν με σπαρακτική διαύγεια το κινητό καβούκι των τιμαλφών του βίου του Βασίλη Πέρρου, στην δεύτερη ατομική του έκθεση.
Τα έργα του Πέρρου που αναδεικνύεται πλέον σε έναν από τους πιο εύγλωττους και επινοητικούς ζωγράφους της νεότερης γενιάς, πηγάζοντας καταρχήν από μια εξαιρετικά πυκνή δεξαμενή οικογενειακών αφηγήσεων μετακίνησης και μετανάστευσης, αλλαγής και απώλειας, ταυτίζουν την ύπαρξή τους με τα δραματικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Αντλούν όμως ταυτόχρονα και αφουγκράζονται με τρόπο συναρπαστικό ευρωπαϊκές και ελληνικές λογοτεχνικές αναφορές που εκτονώνοντας τα προσωπικά του βιώματα, σημάδεψαν εξίσου τις επίμονες αναζητήσεις του νέου ζωγράφου: στα «έργα μέσα στα έργα» του Πέρρου, ο οικογενειακός ξεριζωμός της Σμύρνης και η προσφυγική μνήμη, τα μεταγενέστερα πάθη των οικείων προσώπων, οι αγωνιώδεις περιπλανήσεις και οι συναισθηματικές μεταπτώσεις των σύγχρονων ηρώων -όπου εντάσσεται και η περιπλανώμενη φιγούρα του ίδιου του ζωγράφου- συνδιαλέγονται με τον Όμηρο, τον Μυριβίλη και τον Βενέζη, την ίδια στιγμή που οι θαρραλέες ανιχνευτικές περιπέτειες του Marco Polo, του Δαρβίνου και του Ιουλίου Βερν ξετυλίγονται γύρω από την υφήλιο συναντώντας στην κόψη του ευφραντικού ταξιδιού άλλοτε τον Έρνεστ Χέμιννγουει σε υπερπόντια λημέρια και άλλοτε τον Πάτρικ Λη Φέρμορ ανάμεσα σε ελληνικούς ελαιώνες και κυπαρίσσια.
Το 1755 ο Samuel Johnson, στρέφοντας το διορατικό βλέμμα του στην ανθρωπότητα, έγραψε ότι η λέξη «αποσκευή» (Baggage) διατηρεί μια πλήρη αυτόνομη ύπαρξη ως μεταφορά για κάθε είδους «τροχοπέδη, ατυχή ιστορία, ανεδαφική ιδέα ή συναίσθημα που δεν σε αφήνει να προχωρήσεις». Στη σύγχρονη ψυχολογία αντίστοιχα, η συναισθηματική «αποσκευή» περιγράφεται ως ένα σύνολο οδυνηρής μνήμης και συχνά εικονοποιείται ως «ένας μεγάλος σάκος» που κουβαλάμε μαζί μας παντού, έχοντάς τον γεμίσει με κάθε απογοήτευση, τραύμα και αδικία στην οποία κάποτε υποβληθήκαμε σε διαφορετικά στάδια του βίου. Εδώ ωστόσο αιωρείται ταυτόχρονα η αντίθετη έννοια της αποσκευής ως συνοδευτικής ανακουφιστικής μνήμης την οποία δεν επιθυμούμε εντέλει να εγκαταλείψουμε: Αποσκευή είναι μαζί το εφόδιο και το ταξίδι, αποσκευή δεν είναι μονάχα το βάρος αλλά εκείνο που διασώζουμε, η έρμα του γενεθλίου τόπου και μαζί η συμπύκνωση του γνώριμου, απαραίτητη για τον προσωρινό ή τον επόμενο προσωρινά μόνιμο προορισμό μας.
Στα αλληγορικά πλαστικά εφευρήματα του Πέρρου όπου το σύμβολο της βαλίτσας επαναλαμβάνεται και επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες, από τη βίαιη αποχώρηση έως την οικειοθελή και σωτήρια διαφυγή προς το άγνωστο, η ιδέα παραμένει τόσο σημαντική όσο και η εφαρμογή της με τη βοήθεια του εξωνυχιστικού σχεδίου, του κολλάζ και της έξεργης, εύπλαστης ύλης, καθώς η ζωγραφική συνομιλεί εξακολουθητικά με ένα χειροποίητο φάσμα τολμηρών πλαστικών δοκιμών, προσθηκών και παρεμβάσεων που υπόκεινται σε συμπύκνωση: συχνά τα στοιχεία της οφθαλμαπάτης και της ψευδαίσθησης συναντούν τη χαρισματική συνθετική ιδιαιτερότητα, την αστείρευτη ευρηματικότητα και τον ακραίο ρεαλισμό που χαρακτηρίζουν τον καλλιτέχνη, ενώ η κατασκευή ενός άλλου κόσμου μέσα σε εκείνον που αντιλαμβάνεται μέσω της πρώτης του ανάγνωσης ο θεατής, παραμένει πρωταρχικό ζητούμενο.
Η έκθεση «Migrations» που πραγματοποιήθηκε στην Tate Britain πριν από έναν περίπου χρόνο, εξερευνά τη βρετανική τέχνη μέσα από το θέμα της μετανάστευσης από το 1500 ως σήμερα. 1 Στο αυτοβιογραφικό έργο του βρετανού Donald Rodney «In the House of My Father 1996-7», ένα μικροσκοπικό σπίτι κατασκευασμένο στο νοσοκομείο από κομμάτια της επιδερμίδας του νοσούντος χρόνια καλλιτέχνη και τοποθετημένο επάνω σε μία έγχρωμη φωτογραφική εκτύπωση που αποτελεί κοντινή μεγέθυνση του χεριού του, αναφέρεται στην πρόσφατη απώλεια του πατέρα του και μαζί στο δικό του φορτίο της μετανάστευσης, της διπλής ταυτότητας και της προδιαγεγραμμένης θνησιμότητας εξαιτίας μιας κληρονομικής ασθένειας των νησιών της Καραϊβικής. Σύμφωνα με τον καλλιτέχνη και επιμελητή Eddie Chambers, «το σπίτι, ένα εύθραυστο και λιτό χειροποίητο κατασκεύασμα, συμβολίζει ακόμη τη ματαιότητα που αισθάνεται ο καλλιτέχνης καθώς είναι αναγκασμένος να ζήσει εντός μίας δομής που αδυνατεί να στηρίξει τον εαυτό της ή να υποστεί τον παραμικρό κραδασμό».
«Το σπίτι αυτό που χωρά με ευκολία στην παλάμη του καλλιτέχνη», σημειώνει με τη σειρά του ο Michael Norris, είναι «ένα συγκινητικό και μεγαλειώδες έργο που μας παραπέμπει ταυτόχρονα στη σχολαστική ιεραρχία της μεσαιωνικής κλίμακας, όπου το μικρό είναι απέραντο και την πιο σύγχρονη έννοια του μικρού ως αναγκαστικού ορίου. Καθισμένο στο χέρι του καλλιτέχνη, μοιάζει σαν να είναι έτοιμο να συνθλιβεί από τον ίδιο, στο πλαίσιο μιας πράξης οριστικής κατάργησης της ύπαρξής του». 2
Ταξιδεύοντας τα τέσσερα τελευταία χρόνια ανάμεσα στην Αθήνα και την Καρδίτσα, αποτυπώνοντας στο βλέμμα ερημωμένα χωράφια, μοναχικά δέντρα και αδέσποτα, άδεια χωριά, σιωπηλές πόλεις και αμίλητους ανθρώπους, καταφεύγοντας στη λογοτεχνία όσο και στη ζωγραφική, φτιάχνοντας με την ίδια εμμονική προσήλωση επιτοίχια και τρισδιάστατα έργα και εγκαταστάσεις που συνδιαλέγονται με την κυριολεκτική αλλά και τη μεταφορική έννοια της ταυτότητας και της απουσίας, χρησιμοποιώντας κατ’επιλογήν ξύλο και κάρβουνο στη θέση του χρώματος, επιστρώνοντας στην ντεκουπαρισμένη ζωγραφική επιφάνεια ψαλιδισμένες σημειώσεις και παρενθέσεις μνήμης όπου ανέστιοι πρόσφυγες συναντούν περιπλανώμενους θιάσους σημερινών εκπτώτων, ανασύροντας και ανασυνθέτοντας οικογενειακές φωτογραφίες και πορτραίτα αγαπημένων συγγραφέων, ο Πέρρος τολμά να εικονοποιεί τις ιδέες και να απαντά στις εκφραστικές εμμονές του που αποδεικνύονται εξαιρετικά επίκαιρες. Κυρίως όμως, ανασκάπτει με θάρρος τη δική του και τη δική μας μνήμη, επιλέγοντας να μιλήσει συμβολικά για τους κοντινούς του ανθρώπους που έφυγαν, για το δύσκολο πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, για την επιθυμία και τη ματαίωση, για τις μικρές και μεγάλες απώλειες που καθορίζουν τις αναζητήσεις του, για ανέκδοτες προσωπικές ιστορίες που αποδεικνύονται «ενοχλητικά παρούσες», για την έλλειψη βάσης, μέτρου και προορισμού που βαραίνει σήμερα εντός μας, για τις σποραδικές παρηγορητικές βακτηρίες της τέχνης και της λογοτεχνίας που μαλακώνουν την ψυχή και το νου, για την επιθυμία -ή την ανάγκη- της μη στασιμότητας και του ταξιδιού που συχνά υπερβαίνει εκείνη της καταγωγής και του νόστου.
Ίρις Κρητικού
Σεπτέμβριος 2013
1. βλ. «Migrations - Journeys into British Art», Tate Britain 31 Ιανουαρίου - 12 Αυγούστου 2012.
2. Michael Norris, «Para-Cities and Paradigms», Art Monthly, No. 224, Μάρτιος 2001, σ. 13.